στῆθ'

στῆθ'
στῆτε , ἵστημι
make to stand
aor imperat act 2nd pl
στῆτε , ἵστημι
make to stand
aor subj act 2nd pl
στῆται , ἵστημι
make to stand
aor subj mid 3rd sg
στῆθι , ἵστημι
make to stand
aor imperat act 2nd sg
στῆτε , ἵστημι
make to stand
aor ind act 2nd pl (homeric ionic)
στῆτε , στάζω
drop
fut ind act 2nd pl (doric)
στῆται , στάζω
drop
fut ind mid 3rd sg (doric)
στῆτα , στέαρ
hard fat
neut nom/voc/acc pl
στῆτι , στέαρ
hard fat
neut dat sg
στῆτε , στέαρ
hard fat
neut nom/voc/acc dual

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • -ιαίος — παραγωγική κατάλ. πολλών επιθ. τής αρχ. ελλ. με ευρεία χρήση και στη νέα ελλ. Δημιουργήθηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αιος* με ι , το οποίο εμφανίζουν ορισμένες λ. στο θέμα τους (πρβλ. γων ι αίος, ημιωβολ ι αίος, οργυ ι αίος, ραχ ι αίος, σταδ ι… …   Dictionary of Greek

  • κυνάγχη — Φλεγμονή του βλεννογόνου του λεμφικού δακτυλίου του φάρυγγα και ιδιαίτερα των αμυγδαλών. Οφείλεται σε ποικιλία μικροβίων (πυογόνοι κόκκοι, με κυριότερο τον αιμολυτικό στρεπτόκοκκο) και ιών (ο ιός Epstein Barr, που προκαλεί μεταξύ άλλων και τη… …   Dictionary of Greek

  • λυκάγχη — λυκάγχη, ἡ (Α) είδος συναχιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + άγχη (< ἄγχω «πνίγω»), πρβλ. κυν άγχη, στηθ άγχη] …   Dictionary of Greek

  • πατταλίας — ὁ (για κερασφόρα ζώα) αυτός που έχει ίσια κέρατα, όμοια με πασσάλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάτταλος, αττ. τ. τού πάσσαλος + επίθημα ίας (πρβλ. στηθ ίας, ωμ ίας)] …   Dictionary of Greek

  • συνάγχη — η, ΝΜΑ είδος καταρροϊκής φλεγμονής τής μύτης ή τού φάρυγγα, ρινικός κατάρρους, το συνάχι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + άγχη (< ἄγχω «πνίγω»), πρβλ. κυν άγχη, στηθ άγχη] …   Dictionary of Greek

  • φαραγγαίον — Α (κατά τον Ησύχ.) «τῆς φαρέτρας τὸ κάλυμμα». [ΕΤΥΜΟΛ. < φάραγξ, γγος + κατάλ. αῖον (πρβλ. στηθ αῖον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”