-ιαίος — παραγωγική κατάλ. πολλών επιθ. τής αρχ. ελλ. με ευρεία χρήση και στη νέα ελλ. Δημιουργήθηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αιος* με ι , το οποίο εμφανίζουν ορισμένες λ. στο θέμα τους (πρβλ. γων ι αίος, ημιωβολ ι αίος, οργυ ι αίος, ραχ ι αίος, σταδ ι… … Dictionary of Greek
κυνάγχη — Φλεγμονή του βλεννογόνου του λεμφικού δακτυλίου του φάρυγγα και ιδιαίτερα των αμυγδαλών. Οφείλεται σε ποικιλία μικροβίων (πυογόνοι κόκκοι, με κυριότερο τον αιμολυτικό στρεπτόκοκκο) και ιών (ο ιός Epstein Barr, που προκαλεί μεταξύ άλλων και τη… … Dictionary of Greek
λυκάγχη — λυκάγχη, ἡ (Α) είδος συναχιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + άγχη (< ἄγχω «πνίγω»), πρβλ. κυν άγχη, στηθ άγχη] … Dictionary of Greek
πατταλίας — ὁ (για κερασφόρα ζώα) αυτός που έχει ίσια κέρατα, όμοια με πασσάλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάτταλος, αττ. τ. τού πάσσαλος + επίθημα ίας (πρβλ. στηθ ίας, ωμ ίας)] … Dictionary of Greek
συνάγχη — η, ΝΜΑ είδος καταρροϊκής φλεγμονής τής μύτης ή τού φάρυγγα, ρινικός κατάρρους, το συνάχι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + άγχη (< ἄγχω «πνίγω»), πρβλ. κυν άγχη, στηθ άγχη] … Dictionary of Greek
φαραγγαίον — Α (κατά τον Ησύχ.) «τῆς φαρέτρας τὸ κάλυμμα». [ΕΤΥΜΟΛ. < φάραγξ, γγος + κατάλ. αῖον (πρβλ. στηθ αῖον)] … Dictionary of Greek